- γαλλίζω
- αμετ.1) подражать всему французскому; 2) употреблять галлицизмы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γαλλίζω — μιμούμαι τους Γάλλους, χρησιμοποιώ στο λόγο μου λέξεις ή φράσεις της γαλλικής γλώσσας: Μελετάει από μικρός τη γαλλική γλώσσα και συνήθως γαλλίζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)